συνδυάζω

συνδυάζω
ΝΜΑ
ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ.-β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο, συνταιριάζω («συνδυάζω τα χρώματα»)
2. παραβάλλω γεγονότα ή καταστάσεις μεταξύ τους, με σκοπό την εξεύρεση τών σχέσεων που πιθανώς υπάρχουν μεταξύ τους ή για συναγωγή συμπεράσματος, συσχετίζω, αλληλεξαρτώ («η αστυνομία συνδύασε τα γεγονότα προκειμένου να βρει τον δράστη τού εγκλήματος»)
3. μέσ. συνδυάζομαι
(παλαιότερα) συμμετέχω σε εκλογικό συνδυασμό, συνεργάζομαι με άλλους σε εκλογικό αγώνα
4. φρ. α) «συνδυασμένη καταπολέμηση»
(γεωπ.) εφαρμογή όλων τών μεθόδων καταπολέμησης τών παρασίτων τών καλλιεργειών με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί η προστασία τής παραγωγής, αλλ. ολοκληρωμένη καταπολέμηση
β) «συνδυασμένες επιχειρήσεις»
στρ. i) πολεμική ενέργεια που αναλαμβάνεται από κοινού από δύο ή περισσότερα κράτη
ii) πολεμική ενέργεια που αναλαμβάνεται από κοινού από χερσαίες, ναυτικές ή αεροπορικές δυνάμεις
γ) «συνδυασμένη εκγύμναση»
στρ. ασκήσεις που γίνονται από δύο ή περισσότερους κλάδους τών ενόπλων δυνάμεων, όπως πεζικό, πυροβολικό, μηχανικό, τεθωρακισμένα, αεροπορία
μσν.
(ως νομ. όρος) (με δοτ.) συμφωνώ ή συνεννοούμαι με κάποιον προκειμένου να βλάψουμε από κοινού έναν τρίτο, συνωμοτώ
μσν.-αρχ.
1. (αμτβ.) ενώνομαι με κάποιον («βουλομένων... συνδυάζειν ποτὲ μὲν Γαλάταις, ποτὲ δὲ... Θρᾳξίν», Πολ.)
2. παθ. συνευρίσκομαι ερωτικά
αρχ.
συμμαχώ με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -δυάζω, -ομαι (< δυάς, -άδος < δύο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδυάζω — join one and one pres subj act 1st sg συνδυάζω join one and one pres ind act 1st sg συνδυάζω join one and one pres subj act 1st sg συνδυάζω join one and one pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυάζω — συνδυάζω, συνδύασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνδυάζω — συνδύασα, συνδυάστηκα, συνδυασμένος 1. συνταιριάζω, κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο: Θα το συνδυάσω αυτό το παντελόνι μ ένα πουκάμισο ανάλογου χρώματος. 2. συσχετίζω: Αν συνδυάσεις τις δύο κυβερνητικές δηλώσεις θα καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδυάσουσιν — συνδυάζω join one and one aor subj act 3rd pl (epic) συνδυάζω join one and one fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνδυάζω join one and one fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συνδυάζω join one and one aor subj act 3rd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυάσω — συνδυάζω join one and one aor subj act 1st sg συνδυάζω join one and one fut ind act 1st sg συνδυάζω join one and one aor subj act 1st sg συνδυάζω join one and one fut ind act 1st sg συνδυάζω join one and one aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυαζομένων — συνδυάζω join one and one pres part mp fem gen pl συνδυάζω join one and one pres part mp masc/neut gen pl συνδυάζω join one and one pres part mp fem gen pl συνδυάζω join one and one pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυαζόμενον — συνδυάζω join one and one pres part mp masc acc sg συνδυάζω join one and one pres part mp neut nom/voc/acc sg συνδυάζω join one and one pres part mp masc acc sg συνδυάζω join one and one pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασθέντα — συνδυάζω join one and one aor part pass neut nom/voc/acc pl συνδυάζω join one and one aor part pass masc acc sg συνδυάζω join one and one aor part pass neut nom/voc/acc pl συνδυάζω join one and one aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυάζει — συνδυάζω join one and one pres ind mp 2nd sg συνδυάζω join one and one pres ind act 3rd sg συνδυάζω join one and one pres ind mp 2nd sg συνδυάζω join one and one pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυάζον — συνδυάζω join one and one pres part act masc voc sg συνδυάζω join one and one pres part act neut nom/voc/acc sg συνδυάζω join one and one pres part act masc voc sg συνδυάζω join one and one pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”